- κατακαλώ
- κατακαλῶ, -έω (Α)1. προσκαλώ2. ανακαλώ3. κάνω έκκληση4. παθ. κατακαλοῡμαι, -έομαιεπικαλούμαι τους θεούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
κατάκλησις — κατάκλησις, ἡ (AM) [κατακαλώ] μσν. ομορφιά, γοητεία αρχ. 1. ονομαστική κλήση 2. η κατακλησία* 3. η επίκληση τών θεών 4. η ανάκληση, η ικεσία 5. η επωδή* … Dictionary of Greek
κατάκλητος — κατάκλητος, ον (Α) [κατακαλῶ] ο προσκεκλημένος … Dictionary of Greek
κατακλητικός — κατακλητικός, ή, όν (Α) [κατακαλώ] 1. αυτός που γίνεται για επίκληση τών θεών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατακλητικόν επωδή για επίκληση θεών … Dictionary of Greek